“Marios Joannou Elia has enhanced his reputation as a composer with idiosyncratic sound worlds”
Welt am Sonntag
Published in poiein.gr on July 22, 2017
Με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων δημιουργίας του καταξιωμένου συνθέτη Μάριου Ιωάννου Ηλία, η Κασσάνδρα Αλογοσκούφι επιχειρεί μια σειρά αισθητικών αναλύσεων του έργου του. Το παρόν, πρώτο μέρος, αναφέρεται στην όπερα «Βερτούμνους», η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στην κεντρική σκηνή της Μακεδονικής Όπερας και Μπαλέτου.
ΒΕΡΤΟΥΜΝΟΥΣ, Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΝ
Γράφει η Κασσάνδρα Αλογοσκούφι
Όταν ένας συγγραφέας καλείται να περιγράψει με λέξεις ένα μουσικό κομμάτι, τότε είναι σαν να γίνεται απόπειρα προβολής ενός ζωγραφικού πίνακα στον άξονα της τυφλότητας ή σαν να μεταφέρουμε ένα μουσικό κομμάτι από το ηχόχρωμα των ακουστικών αισθήσεων στον επίπεδο άξονα της κωφότητας, που ωστόσο έχει κι αυτή την αφή της και την όρασή της και πασχίζει όπως μπορεί να καταλάβει με όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις της το ερώτημα της ύπαρξης ή της μη ύπαρξης που της θέτει η μουσική ως Τέχνη.
Ή άλλοτε σαν να επιθυμούμε να ερμηνεύσουμε την κίνηση με στοιχεία της ακινησίας. Αλλά και αυτό, η Φυσική Επιστήμη μας απέδειξε ότι μπορεί να γίνει, αφού με τη θεωρία της σχετικότητας, είτε του Γαλιλαίου, είτε του Αϊνστάιν, τα φαινομενικά ανόμοια ή αντίθετα μπορούν να συσχετιστούν με κάποιον τρόπο, σαν δύο σημεία αναφοράς που το ένα σημειώνει το άλλο και που με κάποια αναλογία, μικρότερη ή λιγότερη, μπορούν να υπάρξουν σαν οντότητες στον χρόνο. Το ακίνητο προσδιορίζει το κινούμενο, αλλά και τα δύο μαζί συν-κινούμενα προσδιορίζουν το παράδοξο των διδύμων που κρατούν ένα ρολόι στο χέρι, αλλά στο τέλος το ένα γερνάει περισσότερο και το άλλο λιγότερο, ωστόσο και τα δύο γερνάνε.
Έτσι, λοιπόν, θα μπούμε σε διαδικασία ανάλυσης ενός έργου του συνθέτη σύγχρονης μουσικής Μάριου Ιωάννου Ηλία. Το έργο ονομάζεται «Βερτούμνους» και πρωτοπαρουσιάστηκε μουσικο-οπτικά στην κεντρική σκηνή της Μακεδονικής Όπερας και Μπαλέτου, στα Σκόπια, στο πλαίσιο της Μπιενάλε Νέων Δημιουργών BJCEM το 2009. Προσωπικά, δεν είχα συγκεντρωθεί στο όνομα του έργου, μου έκανε μια πρώτη εντύπωση, ωστόσο αφέθηκα να με ταξιδέψει το ίδιο το κομμάτι. Μελετώντας όμως το έργο το 2017, διαπίστωσα ότι το όνομα του κομματιού έγινε για τον νεαρό Μάριο ένα είδος ήχου που αφύπνισε την εγρήγορση και συνείδηση της ιδιοφυΐας του. Σε κάποια συνέντευξή του στα τηλεοπτικά μέσα, μας περιέγραφε πως μια νύχτα με βροχή και ενόσω εκείνος κοιμόταν, μία μοναδική σταγόνα εισήλθε από την κεραμοσκεπή του σπιτιού και από κει στο ξύλινο εσωτερικό της και από κει στην τσιμεντένια οροφή και στον σοβά και στο εσωτερικό της που ήταν από συστοιχία τούβλων. Ύστερα τρεμόπαιξε νευρικά όσο ο δημιουργικός Μάριος ονειρευόταν μια κάποια επόμενη σύνθεσή του. Η σταγόνα ακούραστη και πολυταξιδεμένη –όπως και ο Μάριος σήμερα– έσταξε αφού ταλαντεύτηκε μυστικά από το ταβάνι του δωματίου όπου κοιμόταν αμέριμνος. Και τέλος άφησε τους νόμους του Γαλιλαίου να βαρύνουν το σώμα της και να πέσει σαν διάφανο βαρίδιο μέσα στην ακουστική κοιλότητα του συνθέτη. Ο συνθέτης έντρομος άκουσε ξεκάθαρα την καθαρότητα του νερού, το όνειρο της βροχής και τη σκοπιμότητα του σύννεφου στη μεταποίηση του αέρα σε νερό. Προέβλεψε εκείνη τη μοναδική έξαρση της αστραπής και με σύγκρυο συνέλαβε την αίσθηση της Μουσικής μέσα από το ρίγωμα του δέρματος, από τον οξύ πόνο του ακουστικού του νεύρου. Και το μάτι του τότε το γνωστικό συγκεντρώθηκε στον ζωγραφικό πίνακα του τόσο γλαφυρού Λούκα Τζορντάνο, εκείνον που θα συγκεντρώσει το ενδιαφέρον μας αφού απεικονίζει την αποπλάνηση της Πομόνα από τον Θεό των Εποχών Βερτούμνους (1682–1683). Και το μάτι του έπεσε μέσα στο μακάβριο χαμόγελο του Βερτούμνους που μεταμορφωμένος σε γριά αποπλανούσε τη νεαρή Πομόνα.
_
Ο συγκεκριμένος μύθος του Θεού Βερτούμνους και της Πομόνα έγινε πηγή έμπνευσης για γλύπτες, ποιητές και εικαστικούς και δεν μπορούσε να μην συγκινήσει και τη μουσική ιδιοφυΐα του Μάριου Ιωάννου Ηλία. Ο Βερτούμνους θεωρείται ο ετρουσκικός θεός της μεταμφίεσης, της μεταμόρφωσης, της αλλαγής, της διαδοχής των εποχών, της καρποφορίας και όλων των δέντρων. Είναι ένας Θεός που διαρκώς μεταμορφώνεται. Γίνεται εποχή που αλλάζει από στιγμή σε στιγμή. Γίνεται καρπός, φύλλο, κορμός. Είναι ένας θεός που αποπλανά τον χρόνο με τις διαφορετικές εκφάνσεις του πάνω στη γη.
Έτσι, λοιπόν, όταν βρέθηκα στη Mακεδονική Όπερα των Σκοπίων, τα φώτα χαμήλωσαν και στη σκηνή οι προβολείς επικεντρώθηκαν σε μία κινούμενη σκιά. Η μουσική προκαλούσε το ρίγος του δέρματος και στο αυτί μου άκουσα το δάκρυ της βροχής. Έβλεπα σκιές μιας γυναίκας ανώνυμης πάνω σε λευκό πανί ή τσιγαρόχαρτο, δυσκολεύομαι να θυμηθώ τι όντως ήταν. Ήταν η γυναίκα εκείνη η αρχαία, ήταν η νεαρή Πομόνα που χόρευε γιορτάζοντας τη νιότη της μπροστά στα μελωμένα σύκα του γέρο Αυγούστου και αυτός ο χορός της πλάνεψε τον Θεό Βερτούμνους, που όπως λέγει και ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του, μεταμορφώθηκε σε γηραλέα γυναίκα που ορμήνεψε παραπλανητικά την κόρη να βιαστεί να παντρευτεί αυτήν την αρσενική φαυλότητα που φέρει ο Χρόνος και να κυοφορήσει μέσα στην κοιλία της αυτό το όμορφο παράδοξο των διδύμων που γεννά η θεωρία της σχετικότητας.
Ύστερα ήταν σαν να επέστρεψε ο Χρόνος ανάποδα μετρώντας αντίστροφα τα λεπτά, τις ώρες, τους μήνες και τους χρόνους. Και γύρισε η πλανεμένη άγνωστη Πομόνα στην εμβρυική της ταυτότητα. Ήταν συνάμα η μάνα και το έμβρυο που αυτή κυοφορεί. Ξαναμπήκε μέσα στον ανθρώπινο ιστό της μήτρας και κρεμάστηκε στην κυριολεξία από την οροφή της Mακεδονικής Όπερας και αυτό που την έζωνε ήταν ο ιστός αράχνης που πλέκει ο Χρόνος γύρω από τους ανθρώπους και τις σκέψεις τους. Ένας ιστός τεντωμένος, ελαστικός που εφαρμόζεται σαν ρούχο πάνω στο μωρό – γυναίκα. Η γυναίκα είχε κουλουριαστεί εννιά μήνες ήδη ή μια ολόκληρη ζωή κατά άλλους προκειμένου να προετοιμαστεί για την ολέθρια αποπλάνησή της από τον Θεό Βερτούμνους που την ξεμυάλισε να φιληθεί με τη γηραιά Τέχνη. Και το φιλί της έγινε ο όμορφος πίνακας του Luca Giordano. Το παθιασμένο φιλί τους μετουσιώθηκε στο μαρμάρινο γλυπτό σύμπλεγμα της Πομόνας που αποτραβιέται από τον Βερτούμνους του γλύπτη Jean-Baptiste Lemoyne.
Ύστερα η Τέχνη ήρθε με περισσότερη έμπνευση. Έπλασε σε γλυπτό ξεχωριστά την Πομόνα να στέκει απαρνούμενη κάθε ηδονή και ξεχωριστά τον Βερτούμνους να θέλγει παραπλανητικά τη νεαρή γυναίκα μέσα από τον ανάγλυφο οίστρο του γλύπτη Francesco Penso. Αντικριστά τοποθετήθηκαν τα αγάλματά τους στην όμορφη αλέα στους καλοκαιρινούς κήπους του Πέτερσμπουρκ, όπου μόνο ένας κοινός πεζόδρομος τους χωρίζει.
Ύστερα η έμπνευση ήρθε στο αυτί του Μάριου Ιωάννου Ηλία που είδε τον Χρόνο απατηλό, που είδε και τη Δημιουργία ως νεαρή αφελή κόρη που εμπιστεύεται το ψεύδος της υποκειμενικής αναπαράστασης. Κι έτσι η προβολή φαινομενικά αταίριαστων πραγμάτων –για την οποία και πρωτομιλήσαμε αρχικά– συντελέστηκε μία φορά και για πάντα. Ο ανθρώπινος ιστός κυοφόρησε το μουσικό πειραματικό κομμάτι του συνθέτη. Προκάλεσε ρίγος στους θεατές εκείνο το βράδι του Σεπτεμβρίου του έτους 2009. Και είδαμε την παρέλαση και επέλαση του Ετρούσκου Θεού Βετρούμνους στο πρώτο παθιασμένο φιλί του με την Πομόνα.
_
Μετά αποχαιρετιστήκαμε θυμάμαι με τον Μάριο για περίπου επτά χρόνια. Στο διάστημα αυτό μεγαλούργησε σε πολλά. Κατάφερε ήδη να διανύσει μια απόσταση 20 χρόνων μουσικής προσφοράς και να μπορέσει κάποτε να διαστείλει στρεβλωτικά τον Χρόνο, ώστε να ταυτιστούμε με κείμενο χώρου εγώ κι με ήχο-κίνηση εκείνος. Ο Μάριος φλέγεται από εκείνη την ωραία φλόγα του Ήλιου που ταξιδεύει από χώρα σε χώρα με λαμπερό άρμα και συχνά σε χώρες ανήλιαγες, θερμαίνει μουσικά την ακουστική κοιλότητα και τέρψη χιλιάδων ανθρώπων. Είναι ολόκληρος μία ιερή σταγόνα της Κύπρου που ξαφνικά κάποτε θα πέσει μέσα στα αυτιά των ανθρώπων. Θα φτιάξει ήχους από ολότελα εγκαταλελειμμένα ακούσματα. Θα αξιοποιήσει τον ήχο του μετάλλου, του πλαστικού, του υγρού, του αέρα, τον ήχο της ανάσας, μ΄ έναν έντεχνο, θεϊκό τρόπο. Κι όλα αυτά μέσα σε μια απολλώνια λύρα φτιαγμένη από το πεθαμένο όστρακο χελώνας και τα τεταμένα νεύρα βοδιού. Ή μιας άρπας που σχηματίζεται από τα σπασμένα κόκκαλα στον θώρακα ενός νεκρού λιονταριού. Ο Μάριος Ιωάννου Ηλία θα παράξει ήχους και μουσικές με πρωτόγνωρο τρόπο. Θα αναστήσει την αργή χελώνα. Θα ζωντανέψει τον ταχύ λέοντα και θα στήσει κατάλληλα τις συντεταγμένες του Χρόνου, ώστε το ταχύ με το αργό να συσχετιστούν με τη συνισταμένη της δημιουργίας που αντιλαμβάνεται και συνάμα επεξηγεί το ανείπωτο. Εκεί όπου ο άντρας και η γυναίκα θα ξαναγεννηθούν στην αντίθεσή τους μέσα. Εκεί όπου η σιωπή και ο λόγος θα έρθουν βόλτα χέρι με χέρι.
Αυτό είναι το όραμα του Ελληνοκύπριου, συνάμα οικουμενικού, Μάριου Ιωάννου Ηλία. Και κλείνοντας θα ρίξω στο χαρτί τα λόγια του ίδιου του συνθέτη, όταν ερωτήθηκε για τη γνώμη του αναφορικά με το κατάλληλο περιβάλλον και τις ιδανικές συγκυρίες για μια καλλιτεχνική συλλογική δημιουργία των ανθρώπων:
«Ακόμα και ο καλπασμός του αλόγου, αυτός ο έντεχνος ρυθμικός βηματισμός, εμπεριέχει μουσικότητα, άρα μπορεί να αξιο-ποιηθεί μουσικά. Μιλώντας δε για πολιτισμό, πρώτα απ’ όλα εννοούμε τις αρετές του ανθρώπου. Όταν υπάρχει αγνότητα, όραμα και συνοχή, υπάρχει και συλλογικότητα, υπάρχουν και τα βήματα προς τα μπρος.»